- επιχείλιος
- -α, -ο(για ασθένειες, εξανθήματα κ.λπ.) αυτός που αναπτύσσεται επάνω στα χείλη («επιχείλιος έρπης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμφόκολπος — ο ανατ. πόρος που μεταφέρει λέμφο στο εσωτερικό τών λεμφογαγγλίων (α. «επιχείλιος λεμφόκολπος» β. «διάμεσος λεμφόκολπος» γ. «μυελικός λεμφόκολπος») … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek